- προσκυνείται
- προσκυνεῖταιπροσκυνέωmake obeisance: pres ind mp 3rd sg (attic epic )προσκυνέωmake obeisance: pres ind mp 3rd sg (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
προσκυνεῖται — προσκυνέω make obeisance pres ind mp 3rd sg (attic epic) προσκυνέω make obeisance pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροπροσκύνητος — ἑτεροπροσκύνητος, ον (Μ) αυτός που προσκυνείται διαφορετικά, στον οποίο αποδίδεται διαφορετική λατρευτική τιμή («ἑτεροπροσκύνητος εἰκών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + προσκυνώ] … Dictionary of Greek
ομοπροσκύνητος — ὁμοπροσκύνητος, ον (Μ) (για το Άγιο Πνεύμα) αυτός που προσκυνείται, που λατρεύεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + προσκυνῶ] … Dictionary of Greek